-
1 δι-ετήσιος
δι-ετήσιος, das Jahr durch dauernd; ἀγῶνες καὶ ϑυσίαι Thuc. 2, 38; Dion. Hal. 1, 32. – Aber B. A. 35 wird das adv. aus Thuc. u. Ar. angeführt, = δι' ἔτους, καϑ' ἕκαστον ἔτος.
См. также в других словарях:
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия
ιππάς — ἱππάς, άδος, ἡ (Α) [ίππος] 1. (ως επίθ. θηλ. τού ιππικός) ιππική («ἱππὰς στολή», Ηρόδ.) 2. (στην Αθήνα και στη Ρώμη) η τάξη τών ιππέων («ἐκ πεντακοσιομεδίμνων καὶ ζευγιτῶν καὶ τρίτου μέλους τῆς καλουμένης ἱππάδος», Αριστοτ.) 3. ο φόρος στον οποίο … Dictionary of Greek
προτέλειος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από το τέλος μιας επίσημης πράξης 2. εκκλ. αυτός που έγινε τέλειος εκ τών προτέρων («προτέλειος Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτέλεια (ενν. ἱερά) η θυσία που προσφερόταν πριν από μια ιερή… … Dictionary of Greek
ευστέφανος — εὐστέφανος, ον (ΑΜ) (A και ἐϋστέφανος, ον ο στολισμένος ωραία με στεφάνι, ο καλά στεφανωμένος (α. «ἐϋστέφανοι θεῶν θυσίαι», Αριστοφ. β. «οὐρανὸν εὐστέφανον τοῑς ἄστρασι γενέσθαι», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. (ως επίθ. θεών, όπως τής Αρτέμιδος, τής… … Dictionary of Greek